- πενητυλίδας
- πενητῠλίδας, α, ὁ,A starveling, Cerc.4.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενητυλίδας — α, ὁ, Α πειναλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πενητ ύλος (< πένης, ητος + υποκορ. κατάλ. νλος, πρβλ. Ηδύλος, Φειδύλος) + πατρωνυμικό επίθημα ίδᾱς / ίδης (πρβλ. Πριαμ ίδης)] … Dictionary of Greek